- ανεπανόρθωτος
- η , ο [ος , ον ]1) непоправимый, неисправимый;
ανεπανόρθωτοςη απώλεια — невозвратимая потеря;
2/ неисправленный, непоправленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπανόρθωτοςη απώλεια — невозвратимая потеря;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπανόρθωτος — η, ο (Α ἀνεπανόρθωτος, ον) εκείνος που δεν είναι δυνατόν να διορθωθεί, μη επιδεχόμενος επανόρθωση, αθεράπευτος αρχ. 1. εκείνος που παρέμεινε αδιόρθωτος, που δεν επανορθώθηκε 2. που δεν χρειάζεται διόρθωση, τέλειος … Dictionary of Greek
ανεπανόρθωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να επανορθωθεί, να γιατρευτεί: Η ζημία που είχε πάθει δεν ήταν ανεπανόρθωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπανόρθωτον — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem acc sg ἀνεπανόρθωτος irreparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτου — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτους — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανορθώτῳ — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανόρθωτα — ἀνεπανόρθωτος irreparable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπανόρθωτοι — ἀνεπανόρθωτος irreparable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτρεπτος — η, ο (AM ἄτρεπτος, ον) [τρέπω] 1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος 2. άκαμπτος, σταθερός, αλύγιστος αρχ. μσν. επίρρ. ἀτρέπτως χωρίς μεταβολή αρχ. 1. ανεπανόρθωτος 2. αυτός που δεν δίνει σημασία, αδιάφορος σε κάτι 3. ο δίχως δισταγμό, ο αδίστακτος 4.… … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek